παιών

παιών
Ονομασία θεού της ελληνικής αρχαιότητας (αναφέρεται και ως Παιήων και Παιάν) και επίθετο άλλων θεών. 1. Θεός, του οποίου το όνομα είναι γραμμένο σε πινακίδα της Κνωσού. Στα ομηρικά έπη, ο Π. ή Παιήων ή Παιάν, αναφέρεται ως θεραπευτής θεός, που θεράπευσε τον τραυματία Άδη. Σύμφωνα με την παράδοση, θεράπευε με τη βοήθεια βοτάνων γι» αυτό ονομαζόταν και πολυφάρμακος Π. 2 Επίθετο του θεού Απόλλωνα, που ως Π. ή Παιάν λατρευόταν στον Ωρωπό της Αττικής. 3. Επίθετο και άλλων θεών, όπως της Αθηνάς, του Ήλιου, του Διονύσου, του Πάνα, και ιδίως του Ασκληπιού. Το επίθετο καθιερώθηκε στους μεταομηρικούς χρόνους, όταν οι λέξεις παιών και παιήων, έγιναν συνώνυμες της λέξης σωτήρ.
* * *
παιών, -ῶνος, ὁ (Α)
ιων. τ. βλ. παιάν.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Παίων — masc nom/voc sg Παιάν physician masc nom/voc sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παίων — παίω 1 strike pres part act masc nom sg παίω 2 strike pres part act masc nom sg (attic) παίων masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιῶν — παίζω play like a child fut part act masc nom sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Παιῶν' — Παιῶνα , Παιάν physician masc acc sg (ionic) Παιῶνι , Παιάν physician masc dat sg (ionic) Παιῶνε , Παιάν physician masc nom/voc/acc dual (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιῶν' — παιῶνα , Παιάν physician masc acc sg (ionic) παιῶνι , Παιάν physician masc dat sg (ionic) παιῶνε , Παιάν physician masc nom/voc/acc dual (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Παιών — Παιάν physician masc nom/voc sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιών — Παιάν physician masc nom/voc sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Παιόνοιν — Παίων masc gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Παιόνων — Παίων masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Παῖον — Παίων masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”